Οι μεταβυζαντινές

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Τεύχος 65 (Μάιος 2024), εδώ

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 44. Οι μεταβυζαντινές

Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους

Προ-σημείωση: Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αφηγηθεί κανείς μια ιστορία και ένας από αυτούς είναι η μη γραμμική χρονική σειρά· συνεπώς, έτσι όπως η ιστορία χωρίζεται σε τρία μέρη, η σειρά της κινηματογραφικής αφήγησης είναι: 3, 1 και 2.

3. Ένας περίκομψος βυζαντινός ναός μπροστά από την λίμνη της Αχρίδας, που μοιάζει να κρέμεται πάνω από το νερό, μεταξύ ουρανού και γης. Ένα μικρό περιβόλι παράπλευρα της εκκλησίας όπου ως νεαρός μοναχός Κίριλ, δεσμευμένος με όρκους σιωπής, θαύμαζα τις κατακόκκινες ντομάτες. Η στιγμή που το πορτοκαλί φως του ήλιου υπεξαιρείται από τα γκρίζα σύννεφα. Μακρινές βροντές στην άλλη πλευρά της λίμνης. Η ατμόσφαιρα που βαραίνει, ακριβώς όπως πριν τη βροχή. Και τώρα που τα θυμάμαι και τα ξαναζώ σαν ταινία, η αξεπέραστη μουσική των Anastasia [Anastacuja]: βυζαντινοί ψαλμοί, βαλκανικές μελωδίες, παραδοσιακά όργανα, τελετουργικοί ήχοι, το ροκ που κάποιοι ονόμασαν σκοτεινό.

Το βράδυ αποσύρθηκα στο κελί μου να κοιμηθώ αλλά μόλις ξάπλωσα βρέθηκα πάνω σ’ ένα σώμα που τινάχτηκε ως την άλλη γωνία του δωματίου. Μέσα στο σκοτάδι υπόλευκο ξεχώρισε το πέλμα της. Το βλέμμα μου σκόνταψε και μελωμένο έπεσε πάνω του και εκείνη το κάλυψε αμέσως. Είχε τα μαλλιά της άγρια κομμένα και ήταν φοβισμένη σαν αγρίμι. Δεν μίλησε, δεν μίλησα. Μόνο ξάπλωσε λίγο παραπέρα και με κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν στο σκοτάδι. Θα μάθαινα πως την έλεγαν Ζαμίρα.

Την επόμενη μέρα έφτασα με καθυστέρηση την ώρα της θείας λειτουργίας και ο ηγούμενος Μάρκος με κοίταξε ενοχλημένος. Λίγο αργότερα η στενή πόρτα του ναού, μοναδική πηγή φωτός στο εσωτερικό του ναού μαζί τα μικρά παράθυρα, σκοτείνιασε. Ένας ψηλός μαυροντυμένος άντρας με μια ακολουθία οπλισμένων αντρών στεκόταν έξω και περίμενε να τελειώσουμε. Ενημέρωσε τον ηγούμενο πως μια μουσουλμάνα Αλβανίδα σκότωσε έναν δικό «μας» Χριστιανό και, βέβαιος πως κρύβεται στο μοναστήρι, απαίτησε να την παραδώσουμε. Ένοιωσα να πνίγομαι από την αγωνία. Ο ηγούμενος τους είπε ότι δεν γνωρίζει κάτι και τους υπενθύμισε την χριστιανική προτροπή «να γυρίσουν και το άλλο μάγουλο», αλλά εκείνοι απάντησαν ότι το έχουν ήδη γυρίσει και επιλέγουν το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Είχε φτάσει, του είπαν, η στιγμή να εκδικηθούν για πέντε αιώνες αίματος. Έψαξαν παντού αλλά δεν την βρήκαν. Ένας από αυτούς στάθηκε στο παράθυρο και σημάδεψε έξω. Ταράχτηκα και του όρμησα αλλά τελικά στόχευε μια γάτα. Προδόθηκα αλλά οι μοναχοί τους εξήγησαν την υπερβολική μου ευαισθησία. Οι άντρες κύκλωσαν τη μονή ώστε να μη βγει κανείς.

Κάποια στιγμή ο ηγούμενος άνοιξε απότομα την πόρτα του κελιού μου και μας βρήκε με την Ζαμίρα όρθιους στη μέση του δωματίου. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά παρά να φύγουμε. Ο μοναχισμός τελείωσε για μένα. Άλλαξα το ράσο με μια μπλε μπλούζα και διέκοψα την σιωπή μου. Ο πατέρας Μάρκος με αγκάλιασε και με αποχαιρέτησε. Ξεγλιστρήσαμε την νύχτα ενώ οι φρουροί είχαν σωριαστεί μεθυσμένοι έξω από τις πύλες. Προχωρούσαμε στο σκοτάδι μέχρι την ανατολή και ήμασταν στα βουνά όταν ο ήλιος ήταν ψηλά. Της καθησύχαζα πως θα πάμε στον θείο μου τον Αλεξάνταρ κι ας μην καταλάβαινε τι της έλεγα. Όταν νοιώσαμε πως είμαστε ελεύθεροι και μόνοι στον κόσμο, βρεθήκαμε περικυκλωμένοι από τους συγγενείς της. Ο παππούς της την χτύπησε πολλές φορές για τον φόνο που «μπορεί να ξεκινήσει έναν πόλεμο», και ο αδελφός της με έδιωξε με την απειλή του όπλου. Σήκωσα την μικρή μου βαλίτσα και κίνησα να φύγω όταν η Ζαμίρα έτρεξε να με ακολουθήσει, λαχανιάζοντας μια λέξη που ίσως σήμαινε παράκληση ή αγάπη. Ο αδελφός της την πυροβόλησε πισώπλατα και σωριάστηκε στο έδαφος. Γονάτισα συντετριμμένος να της ζητήσω συγνώμη κι εκείνη, με μπλαβισμένο πρόσωπο μου έκανε το νεύμα της σιωπής. Οι λέξεις δεν είχαν πλέον καμία σημασία.

1. Ήταν κάποτε ένας άντρας που τον έλεγαν Αλεξάνταρ. Υπήρξε γέννημα και θρέμμα της γης της Βόρειας Μακεδονίας, ενός κομματιού μιας χώρας που κάποτε υπήρχε, αλλά ήταν πλέον πολίτης του κόσμου και φωτογράφος στα πεδία της Ιστορίας. Συνταραγμένος από τον πόλεμο της Βοσνίας εγκατέλειψε την δουλειά του, πεπεισμένος πως είναι η ειρήνη μια εξαίρεση στον κανόνα του πολέμου, και όχι το αντίστροφο. Ζήτησε από την παντρεμένη ερωμένη του Αν να τον ακολουθήσει στην επιστροφή του στα πάτρια εδάφη, δεκαέξι χρόνια μετά την φυγή του. Η Αν αρνήθηκε και η τελευταία τους ερωτική κατά κάποιο τρόπο πράξη έλαβε χώρα στο πίσω κάθισμα ενός ταξί. Εργαζόμενη στο ίδιο λονδρέζικο πρακτορείο, συνέχισε να φυλλομετρά εκατοντάδες φωτογραφίες, γιατί ολόκληρος ο κόσμος με αυτές ιστορείται, από μια γυμνόστηθη ποπ σταρ μέχρι τις τραγικές φιγούρες του πολέμου στα Βαλκάνια. Ο ίδιος αυτός πόλεμος όσο κι αν μαινόταν μακριά μπορούσε να εισχωρήσει παντού, από την παραμικρή γωνία ενός χαμόσπιτου στα βουνά έως το κοσμοπολίτικο εστιατόριο όπου γευμάτιζε με το σύζυγό της και το οποίο αιματοκυλίστηκε από κάποια αδιευκρίνιστη διαμάχη.

2. Ο Αλεξάνταρ επέστρεψε στην χώρα και στο χωριό του και βρήκε τα πάντα αλλαγμένα. Ο πόλεμος δεν είχε φτάσει ακόμα ως εκεί αλλά οι σχέσεις μεταξύ Χριστιανών Βορειομακεδόνων και Μουσουλμάνων Αλβανών ήταν τεταμένες. Οι συγχωριανοί του ήταν οπλισμένοι, οι συγγενείς καχύποπτοι απέναντί του, παλιοί φίλοι ήταν πλέον εχθροί. Η ταυτότητά του τον όριζε σε μια πλευρά και αυτόματα τον έκανε αυτόματα αντίπαλο της άλλης. Κατηφορίζοντας προς την γειτονιά του ένας νεαρός του ζήτησε τα στοιχεία του σημαδεύοντάς τον μ’ ένα όπλο. Ο Αλεξάνταρ του το άρπαξε και του έδωσε δυο τρεις πατρικές φάπες. Το σπίτι του όπως το θυμόταν δεν υπήρχε πια. Μισοκατεστραμμένο κι εγκαταλειμμένο, έστεκε ως κίτρινο ερείπιο στο φως του απογευματινού ήλιου. Το κρεβάτι του όμως ήταν ακόμα εκεί και αυτό του αρκούσε. Το βράδυ τρύπωσε μέσα στο σκονισμένο δωμάτιο η παλιά του αγαπημένη, χήρα πλέον, Χάνα. Έβγαλε τα παπούτσια της και ανέβηκε στο κρεβάτι αλλά η κουβέντα για το παρελθόν έσβησε μπροστά στο σκληρό παρόν: η κόρη της Ζαμίρα είχε σκοτώσει έναν ξάδελφο του Αλεξάνταρ επειδή προσπάθησε να την βιάσει και τώρα οι συγγενείς του την είχαν πιάσει. Η Χάνα ζήτησε από τον Αλεξάνταρ να την προστατεύσει σα να ήταν δικό του παιδί.

Το επόμενο μεσημέρι κοντινοί συγγενείς και γείτονες έστρωσαν τραπέζι στην αυλή για την επίσημη «υποδοχή» του Αλεξάνταρ· ανάμεσά τους και ο ψηλός άντρας που αναζητούσε την Ζαμίρα. Του έλεγαν πως λείπει χρόνια και δεν καταλαβαίνει. Φωτογραφήθηκαν σαν συντροφιά αλλά υπήρχε η αίσθηση πως η φωτογραφία σύντομα θα αποτελούσε μνημείο μιας κοινότητας που σύντομα θα χανόταν. Ο Αλεξάνταρ ξεκίνησε να επισκεφτεί το σπίτι της Χάνα στην άλλη πλευρά του χωριού. Κι εκεί περιπολίες, αυτή την φορά των άλλων, που τον άφησαν κατ’ εξαίρεση να περάσει. Κρατούσε πλαστικές με σακούλες δώρα για τα παιδιά της. Ο πατέρας της τον δέχτηκε και τον κέρασε αλλά μέσα από τις σιωπές αναδυόταν πλέον αναπότρεπτος ο πόλεμος. Αλλοτινοί γείτονες και αγαπημένοι, σημερινοί μισητοί αντίπαλοι. Επέστρεψε από τους κακοτράχαλους δρόμους απορημένος, σκεφτικός.

Ο Αλεξάνταρ θέλησε να μείνει ουδέτερος. Αδυνατούσε να αποδεχτεί την επιδημία εθνικού μίσους, αρνούνταν να κατανοήσει τον συλλογικό παραλογισμό. Δεν ήταν πια αποδεκτός, ήταν ένας ξένος, με μια ξενότητα εμφανή ακόμα και όταν του πρόσφεραν τσιγάρο, το απόλυτο προϊόν των εντόπιων καπνών, και αυτός το αρνιόταν, γιατί δεν κάπνιζε πια. Μόνο βλέπεις, του είχε πει η Χάνα εκείνο το βράδυ. Αλλά άνθρωποι σαν και αυτόν δεν μπορούσαν να παραμείνουν παθητικοί παρατηρητές και τώρα που το κορίτσι της παλιάς αγαπημένης του βρισκόταν αιχμάλωτο, κλήθηκε να πάρει θέση. Η επιθυμία του καπνού επέστρεψε, απεγνωσμένα αναζητούσε τσιγάρα, διέρρηξε την ουδετερότητα. Κατηφόρισε έναν χρυσαφένιο λόφο και πλησίασε την ετοιμόρροπη καλύβα όπου κρατούσαν την Ζαμίρα. Αγνόησε τους φρουρούς, μπήκε και την πήρε από το χέρι, ίσως προς μια νόμιμη απονομή δικαιοσύνης. Ο μεγάλος του ξάδελφος τον προειδοποίησε πως θα τον πυροβολήσει. Ο Αλεξάνταρ ανηφόριζε τον δρόμο, ο ψηλός άντρας με τα μαύρα αποκάλεσε τον ξάδελφο δειλό. Ο εξάδελφος τον προειδοποίησε ξανά και ο Αλεξάνταρ του απάντησε, πυροβόλα, ξάδελφε, πυροβόλα.

Ίσως η προσφώνηση ανάμεσα στις προτροπές να θέλησε να του θυμίσει πώς κάποτε μπορεί να έπαιζαν μαζί στα ίδια χώματα· πως το αίμα δεν είναι για να χύνεται αλλά για να ενώνει. Δεν θα μάθω ποτέ αν τον αψήφησε ή τον ειρωνεύτηκε, αν θέλησε με τις ίδιες λέξεις να του τονίσει τον απόλυτο παραλογισμό της απειλής, αν δήλωνε ότι αδυνατούσε να πράξει διαφορετικά ή αν αποδεχόταν ότι η μοίρα του είχε ήδη γραφτεί κι ο ίδιος είχε διαγραφεί. Η σφαίρα τον βρήκε στην πλάτη, το σώριασμα τον επέστρεψε στην γη. Το κορίτσι κατάφερε να διαφύγει και βρήκε καταφύγιο στον βυζαντινό ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, που έτσι όπως έμοιαζε να ίπταται πάνω από την θάλασσα, έμοιαζε ασφαλές καταφύγιο, πάνω από τα εγκόσμια. Από εκεί πήγε και κρύφτηκε στο κελί μου ώστε να την βρω και να ανοίξει ξανά ο κύκλος.

⃝ Η κυκλική ιστορία αρχίζει, τελειώνει και ξαναρχίζει στον ίδιο ναό και εντός της ανακυκλώνεται η βία και το μίσος. Όσο τα κάρβουνα του αρχαίου μίσους καίνε ακόμα, οι πλευρές θα στέκουν απέναντι η μία από την άλλη, έτοιμες για την αιματοχυσία, γιατί σε τέτοιες περιστάσεις η εμμονή σε έθνη και εθνότητες, ενίοτε με εισαγωγικά, με όλες τις βεβαιότητες και τις προκαταλήψεις που σέρνουν πίσω τους, αποδεικνύεται ισχυρότερη από την αγάπη: ο μουσουλμάνος αδελφός της Ζαμίρα προτίμησε να την σκοτώσει παρά να την αφήσει να φύγει με έναν χριστιανό, ο χριστιανός εξάδελφος του Αλεξάνταρ προτίμησε να τον σκοτώσει παρά να τον αφήσει να σώσει την μουσουλμάνα κρατούμενη. Μέλη της ίδιας πλευράς σκοτώνουν δικούς τους για να την … προστατεύσουν, γιατί καταστροφή και αυτοκαταστροφή πολεμούν από την ίδια πλευρά. Κι έτσι ο κύκλος θα επιστρέφει πάντα στην αρχή, εκτός εάν …

… εκτός εάν κάποιοι τον σπάσουν. Είναι δυνατόν να μην είμαστε παγιδευμένοι στον κυκλικό αυτό χρόνο αλλά να υπάρχει ένα άνοιγμα, μια διαφυγή; Μια τέτοια δυνατότητα μαρτυρήθηκε σ’ εκείνα τα βαλκάνια εδάφη. Οι φωτογραφίες όπου εγώ ο Κίριλ και η Ζαμίρα βρισκόμαστε ενώπιον της οικογένειάς της, λίγο πριν την σκοτώσουν, βρίσκονται στα χέρια της Αν, η οποία τελικά επέστρεψε μετανιωμένη για την άρνησή της να ακολουθήσει τον Αλεξάνταρ, αλλά μόλις φτάσει παρακολουθεί συντετριμμένη από απόσταση την κηδεία του. Όμως εγώ τότε ήμουν ακόμα μοναχός στο μοναστήρι, άρα πώς εξηγείται ότι μας φωτογράφισε εκεί; Οι λογικότερες εξηγήσεις δεν είναι καθόλου πειστικές: είτε ο μοντέρ των ζωών μας ανακάτεψε τις λήψεις και τις πρόβαλε άναρχα στη μνήμη μας είτε η Αν επέστρεψε δυο φορές.

Όχι, ίσως πράγματι υπάρχει η δυνατότητα να διαρρήξουμε τον χρόνο και να ανοίξουμε τον κύκλο, αλλάζοντας το σχήμα του, αν κρίνουμε και από τους τίτλους του εξαίσιου ανοίγματος και κλεισίματος του αδιαμφισβήτητα κυκλικού δίσκου, είτε βινυλίου είτε ψηφιακού, με την μουσική της ταινίας, Time never dies και The circle is not round αντίστοιχα, φράσεις που ένωσε σε ένα επίγραμμα ο ηγούμενος όταν με καλούσε να μπω μέσα στη μονή, βλέποντας τα σύννεφα από μακριά πριν τη βροχή, καθώς οι ουρανοί εγκυμονούσαν την καταιγίδα που ερχόταν και προς εμάς, αφού κάπου απέναντι ο σπαραγμός είχε ήδη αρχίσει.

//\\  Όσες γλώσσες ή υποκατηγορίες γλωσσών και διαλέκτων και αν μιλιούνταν σε αυτή την ιστορία, καμία τους δεν οδήγησε σε συνεννόηση. Η αλβανική και η βορειομακεδονική των γηγενών, η αγγλική μεταξύ Αν και Αλεξάνταρ, η λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο μοναστήρι, η αντίστοιχη λατινική σε μια εκκλησία κάπου στο Λονδίνο, απ’ όπου πέρασε και στάθηκε η Αν, η βιβλική με τις ρήσεις που αντάλλαξε ο ηγούμενος με τον ψηλό άντρα, έμειναν όλες περίκλειστες στον μικρόκοσμο των ομιλητών. Όταν η Αν έπιασε γραμμή στο τοπικό τηλεφωνείο για να ενημερώσει τον Αλεξάνταρ να την περιμένει, δεν την καταλάβαιναν· δοκίμασε να μιλήσει σε δυο γλώσσες αλλά της αντιπρότειναν δυο άλλες. Ούτε και εκείνοι που μιλούσαν την ίδια γλώσσα μπορούσαν να πλησιαστούν μεταξύ τους – ο οπλισμένος νεαρός που απείλησε τον Αλεξάνταρ, εκείνοι που σκότωσαν τους δικούς τους.

Ούτε εγώ με την Ζαμίρα μπορούσαμε να συνομιλήσουμε αλλά αυτό δεν εμπόδισε την επικοινωνία μας – αρχίσαμε να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, δεν είχαμε πλέον και κανέναν άλλον. Άλλωστε η ίδια η γλώσσα μας πρόδωσε. Όταν στο βουνό την διαβεβαίωσα έστω με λέξεις που μόνο εγώ γνώριζα ότι κανείς δεν θα μας βρει, διαψεύστηκα· μας βρήκαν αμέσως. Κι όταν έσκυψα πάνω της να της ζητήσω συγνώμη, δεν είχε κανένα νόημα: την είχαν ήδη πυροβολήσει. Γι’ αυτό και έκλεισε τα χείλη της με το δάχτυλό της, το σήμα της σιωπής ως ύστατο νεύμα, και αυτή ακριβώς η εικόνα αποτυπώθηκε ως μεταβυζαντινό εικόνισμα της ταινίας και του δίσκου. Η γλώσσα απέτυχε, δεν έμενε παρά η σιωπή.

\\// Όμως είμαι βέβαιος πως απόλυτος φορέας της σιωπής παραμένει το σώμα κι αυτό, μέσα από τα πόδια των δυο γυναικών, μίλησε. Και αν στην νυχτερινή επίσκεψη της Χάνα στον Αλεξάντερ η κάμερα εστίασε στα σκοτεινά, εκεί όπου τα πόδια της έβγαιναν από τα παπούτσια και ανέβαιναν στο κρεβάτι, ίσως θυμίζοντας τις άλλες φορές που ανηφόριζαν γυμνά για την ιερή ακολουθία του έρωτα, τώρα για να ζητήσει από την παλιά της αγάπη να σώσει την Ζαμίρα, καθορίζοντας την πορεία των πραγμάτων, ήταν το πέλμα της Ζαμίρα, γυμνό και λευκό στο μοναστικό σκοτάδι, που πρότεινε μια διαφορετική: την έλξη των σωμάτων, την έγερση του πόθου, τον έρωτα που κάποτε γράφαμε πως μόνος του αρκεί να νικήσει το μίσος, την αγάπη που σε αυτά τα μεταβυζαντινά εδάφη πρόλαβε έστω και για λίγο να ανθίσει. {Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}

Η ταινία: Before the Rain (Milcho Manchevski, 1994). Η γυναίκα: Labina Mitevska.

Για την αναδημοσίευση κειμένου ισχύουν οι όροι χρήστης του Χάρτη, εδώ.

 

 

 

Nick Bland – Οι φάλαινες βγήκαν από τις θάλασσες

Η τελευταία λύση… ή, μάλλον, όχι, η προτελευταία!

Η δραματική μόλυνση των θαλασσών και ο αφανισμός των ζώων τους αποτελούν πλέον συχνό αντικείμενο των παιδικών βιβλίων, με απλό, απλοϊκό ή αμιγώς διδακτικό τρόπο, όμως εμφανίζονται και βιβλία σαν κι αυτό που αγγίζουν το θέμα με περίτεχνο, «λοξό» και οπωσδήποτε πρωτότυπο τρόπο. Γιατί εδώ δεν είναι μόνο τα ζώα, στην προκείμενη περίπτωση οι φάλαινες, που μιλάνε οι ίδιες για όσα υφίστανται, αλλά είναι η μεγάλη τους, αδιανόητη έξοδος τους από τις θάλασσες που έρχεται να ξυπνήσει τους ανθρώπους. Ας φανταστούμε λοιπόν…

… μια μεγάλη παραλία, μια μακριά αποβάθρα, ξύλινες σκάλες που οδηγούν στα παραθαλάσσια σπίτια και ξαφνικά, φάλαινες τεράστιες να σηκώνονται στα δυο τους πόδια, στα πίσω πτερύγια ήθελα να πω, να βγαίνουν στην άμμο και να ανηφορίζουν τις σκάλες. Ας φανταστούμε τις αντιδράσεις των ανθρώπων: τα παιδιά να ενθουσιάζονται, τις μαμάδες να μην πιστεύουν στα μάτια τους, τους «μεγάλους» να συνοφρυώνονται. Πώς θα φάνε; Μα κρατάνε θησαυρούς από τα ναυάγια αρκετούς για να αγοράσουν όσα ψάρια θέλουν. Που θα δροσίζονται; Στα κολυμβητήρια, παρέα μ’ ένα βιβλίο. Πώς θα ψυχαγωγούνται; Νοικιάζοντας ποδήλατα, κι ας φεύγει η μία ρόδα από εκεί κι ας ξεφουσκώνει η άλλη παραπέρα. Θα στριμωχτούν στο μετρό, θα συμμετάσχουν στην παράσταση Η λίμνη των φαλαινών, θα κάθονται στην μία άκρη στα παγκάκια σηκώνοντας στον αέρα την άλλη.

Με δυο λόγια, οι φάλαινες βρήκαν τον τρόπο να ζήσουν στην στεριά. Αλλά οι άνθρωποι δυσανασχετούν: όταν τα μεγάλα θηλαστικά παίζουν σχοινάκι, τα πεζοδρόμια ραγίζουν· οι δρόμοι γεμίζουν ψαροκόκαλα, τα φαγητά στα εστιατόρια εξαντλούνται γρήγορα, οι αγρότες πλημμυρίζουν τα χωράφια για να καλλιεργήσουν τροφή για τις ίδιες, τα σκουπίδια προσελκύουν πουλιά που λερώνουν τα πάντα. Οι άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους «με συνθήματα φρικτά, αντιφαλαινικά» και διαδηλώνουν κάτω από τις τεράστιες αιώρες που έχουν κρεμάσει ανάμεσα στα κτίρια. Αλλά τα παιδιά έχουν ένστικτο, ψυχανεμίζονται, αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος. Και βγαίνει η μικρή Φρίντα στο μπαλκόνι να ρωτήσει τις ίδιες γιατί άφησαν τις θάλασσες και κατέκλυσαν τις στεριές.

Θεόρατη μια φάλαινα στέκει κάτω από το μπαλκόνι της Φρίντας, μεγάλο και το λυπημένο μάτι με το δάκρυ, απεγνωσμένα τα λόγια της: Πώς να ζήσουν στην θάλασσα όταν έχει γίνει ένας πελώριος σκουπιδοτενεκές; Μόλις κάποιος την καθαρίσει θα επιστρέψουν αμέσως, χωρίς αναβολές. Κι αυτό γίνεται! Οι δύτες βγαίνουν με γεμάτες σκουπιδοσακούλες, οι φάλαινες βουτάνε χαρούμενες προς το σπίτι τους, τα παιδιά συγκινημένα τις αποχαιρετούν στην αποβάθρα. Κι όταν βουτήξει και η τελευταία, κάποιοι αναπολούν με τρυφερότητα (και κάποιοι θυμούνται σκυθρωπά) την εποχή που οι φάλαινες βγήκαν από τις θάλασσες και ήρθαν στις πόλεις και στα χωριά.

Το γράψαμε και στην αρχή: είναι εξαιρετικά πρωτότυπος και πειστικός ο τρόπος που διάλεξε ο Αυστραλός συγγραφέας και εικονογράφος για να μιλήσει στους αναγνώστες για την μόλυνση του υδάτινου περιβάλλοντος και την επίπτωσή της στην θαλάσσια ζωή. Στις θεαματικές εικόνες του, όσο «αταίριαστες» και «ασυνήθιστες» στο ανθρώπινο περιβάλλον κι αν μοιάζουν οι τεράστιες φάλαινες, το ίδιο αδιανόητο και απαράδεκτο είναι το γεγονός της καταστροφής των σπιτιών τους από τα ανθρώπινα χέρια. Η λογική που λείπει από τους ανθρώπους χρησιμοποιείται από τις ίδιες τις φάλαινες ως έσχατη λύση: το σπίτι μας είναι αβίωτο, άρα μετακομίζουμε σε άλλο σπίτι. Όμως εμφανίζεται μια καλύτερη λύση χάρη στην αντίληψη των παιδιών, γιατί αυτά είναι οι μελλοντικοί χειριστές του περιβάλλοντος, που από τώρα μαθαίνουν τι ακριβώς συμβαίνει και πως οφείλουν να κάνουν οτιδήποτε περνάει και θα περνάει από το χέρι τους για να το καθαρίσουν και να το προφυλάξουν για την αρμονική ζωή όλων των ζωντανών οργανισμών του.

Γέννημα θρέμμα της Αυστραλίας, ο Nick Bland ήθελε από μικρός να γίνει καρτουνίστας και μια εργασία σε βιβλιοπωλείο (και το διάβασμα όλων των παιδικών βιβλίων εκεί) στερέωσε οριστικά και αμετάκλητα την απόφασή του για συνδυασμό συγγραφής και εικονογράφησης. Εργάζεται και ως διοργανωτής δραστηριοτήτων με παιδιά αβορίγινων και αναζητά τρόπο να συνδυάσει τις δυο δουλειές του. Είμαι βέβαιος πως θα τον βρει.

Εκδ. Παπαδόπουλος, 2022, απόδοση: Πετρούλα Γαβριηλίδου, [Walk of the whales, 2021]

Ηλικίες: 3+

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.